Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καλιακούδα (η)

είναι το πουλί που οι αρχαίοι ονόμαζαν κολοιό, είδος μικρού κόρακα.
Οι καλιακούδες είναι συμπαθητικά πουλιά και πέφτουν στα ψοφίμια.
Οι γυναίκες μεταξύ τους χρησιμοποιούν τις φράσεις: “Μωρή καλιακούδα, ήρθες κιόλας!” – “Μωρή καλιακούδα, τι δεμάτι είναι αυτό που έφερες!”, λένε με θαυμασμό.
Οι καλιακούδες, όπως και οι κίσσες, κάθονται πάνω στα γέρικα ζώα και τσιμπούν τα ενοχλητικά ζωύφια, όπως τα παρασιτικά τσιμπούρια, τις παλιόμυγες κ.α.
ΒΑΛ. Φωτεινός: “Δεν είναι κρίμα, γέρικο να ρεύει σε μια σούδα / και να του βόσκει τα πλευρά η κίσσα, η καλιακούδα;”.
Η καλιακούδα έχει χρώματα παρδαλά, σκούρα με λίγες ρίγες.
Ο Ησίοδος την ονομάζει μικρή κουρούνα: “Κολοιοί σκώπες μικραί κορώναι”.
ΒΑΛ. Αστραπόγιαννος: “Καλιακούδες και κοράκοι / το κεφάλι κυνηγούν, / με τα νύχια στο δισάκι / να το κλέψουν πολεμούν”.
Καλιακούδας: οπλαρχηγός του ΄21.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καλιακούδα /ἡ/ (Ἰ. caluco, κολοιὸς «κόλοιακας;») = κόραξ, κάργια, κουρνάκλα, γυνὴ ἀσυμπαθής, δυστυχής.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.