καμπλαῦκι
Καμπλαῦκι § καλημαύχιον, ὁ πίλος τῶν κληρικῶν. ΚΝ.
Σημ. ἰδ. ᾆσμα 4ον ἐν Σημ. Ὁ Βυζ. γράφει μόνον καμηλαῦκι
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Στην Καρυά υπάρχει το παρατσούκλι Καμπίλαυκος, από τη γνωστή οικογένεια των Θερμαίων της πλατείας (και όχι μόνο).
Το εξάρτημα της ιεραρχικής στολής καλυμμαύχι(ον) ή καμηλαύκιον, δημ. καμηλαύκι (Δημητράκος) μας έδωκε τη λευκαδίτικη αυτή ιδιωματική λέξη.
Ειδικότερα: Από το μεσαιωνικό καμηλλαύκιον (λατιν. Camelaugium-camella) έχουμε το καλυμμαύκι. Πιο κοντά τα πράγματα η ορογραφία με -υ-. Κάλυμμα 9της κεφαλής) – καλυμμαύκι – καμηλαύκι – καμπλάυκι.
Ο λεξικογράφος Σουΐδας το σχετίζει με το καύμα-ελαύνειν (διώχνει το καύμα) και λέγει ότι “Ρωμαίων η λέξις”. Ο δε Κεδρηνός λέγει χαρακτηριστικά “Έστι δε και ετέρα κατασκευή σπυρίδος (είδος καλαθιού) αντί πέλου (καπέλου) τη κεφαλή τιθεμένη, καλείται δε παρ΄ Ιταλοίς Κάμελα, εξ ου και καμελαύκια”.
Για την ορθογραφία ο Ζηκίδης εξηγεί, το καμηλαύκιο (με -η-) γιατί “εγένετο από καμηλείου (καμήλας) δέρματος. Το καλυμαύχι (με -υ- είναι νεότερη λέξη κατά τον Ζηκίδη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης