γρούζω
βογγάω, σκούζω, ουρλιάζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω.
φράση: “Άκου πώς γρούζουν τα σκυλιά” – “γρούζουν στο λόγγο οι λύκοι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σχετικό με το γρουτζανάω. Λέμε στο χωριό, με γρούζει, γρούζουν τα έντερά μου, πεινάω δηλαδή. Η κοιλιά μου κάνει γρου-γρου. με τη γενικότερη έννοια της φωνής να θυμηθούμε και το στοίχο του Βαλαωρίτη: τα νυχτοπούλια γρούζουνε, χτυπούνε τα φτερά τους.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης