γρούζα
Γρούζα /ἡ/ (Λ. cruccia) = βασανισμός, μαρτύριον, σταύρωσις.
Ετυμολογική σημείωση:
δεν εντόπισα κάποια ιταλική λ. cruccia ‘βασανισμός, μαρτύριο, σταύρωση’, αλλά μόνο το ρ. crucciare ‘ανησυχώ, στεναχωρώ’ και το ουσ. croce ‘σταυρός, μτφ. Μαρτύριο’, αλλά και να υπήρχε δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί στα Ελληνικά σε γρούζα, αλλά μόνο σε *κρούτσα. Πρόκειται προφανώς για την ίδια λ. που απαντά και ως αγρούζα, βλ.λ.
(Π.Γ. Κριμπάς)