γουρλώνω
ανοίγω πολύ τα μάτια μου από έκπληξη, φόβο, θυμό οργή. Απειλή: “Θα σ γουρλώσω, κακομοίρη μου” – “Για δες, εγούρλωσε τα μάτια του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γουρλώνω (Ἰ. grullo) = διαστέλλω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ ὀργὴν ἢ ἔκπληξιν ἢ φόβον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης