Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γουρλώνω

ανοίγω πολύ τα μάτια μου από έκπληξη, φόβο, θυμό οργή. Απειλή: “Θα σ γουρλώσω, κακομοίρη μου” – “Για δες, εγούρλωσε τα μάτια του”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γουρλώνω (Ἰ. grullo) = διαστέλλω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπὸ ὀργὴν ἢ ἔκπληξιν ἢ φόβον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.