γουλιά (η)
η ρουφηξιά – μια γουλιά νερό, κρασί κλπ. “Δώσε του παιδιού δυο γουλιές γάλα” – “Έπια δυο γουλιές νερό και συνήρθα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γουλὶ καὶ γουλιὰ λέγεται ἡ ὕλη ἣν ἐμῶσι τὰ βρέφη, καὶ γλιόχρασμά τι δι᾿ οὗ αἱ γυναῖκες ἀλείφουσαι τὸν δάκτυλον ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ στόμα τῶν νηπίων. Φρ. ἔφαγε δυὸ γουλιαῖς – ἔστρεψ᾿ ἕνα γουλί. (Γουλὶ = ὕλη. Δωρ. οὔλη καὶ διὰ F γούλη).
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός