Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γουλί (το)

  1. σφαιροειδές και λείο λιθάρι, βότσαλο, Βαλαωρίτης, Φωτεινός, άσμα Α΄: “Με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια / και το σταφνίζει στο καυκί“.
  2. το κεφάλι του είναι γουλί (φαλακρός) – ο κουρέας σο ΄καμε το κεφάλι γουλί.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


γουλί (τό): βότσαλο, μικρή στρογγυλή πέτρα, ( ΑΡΧ.= οὖλον).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


Γουλὶ = ὕλη. Δωρ. οὔλη καὶ διὰ F γούλη

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.