γουλί (το)
- σφαιροειδές και λείο λιθάρι, βότσαλο, Βαλαωρίτης, Φωτεινός, άσμα Α΄: “Με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια / και το σταφνίζει στο καυκί“.
- το κεφάλι του είναι γουλί (φαλακρός) – ο κουρέας σο ΄καμε το κεφάλι γουλί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
γουλί (τό): βότσαλο, μικρή στρογγυλή πέτρα, ( ΑΡΧ.= οὖλον).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Γουλὶ = ὕλη. Δωρ. οὔλη καὶ διὰ F γούλη
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός