γούλι (το)
το ούλον (τα ούλα) του στόματος.
Σε γιατροσόφι του ΙΖ΄αι. διαβάζομε: “Για τη θεραπεία των ούλων. Περί εκείνου, οπού βγάζει εις τον σιτόμα και πρίσκονται τα γούλια του, ή(γ)ουν τα χείλια: Πάρε ροδιγιάς ρίζα και κοπάνισέ την, βάλτηνε εις το κρασί και έπειτα να π(ι)λένεις τον πόνο και γαίνει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γοῦλι /τὸ/ = τὸ οὖλον τοῦ στόματος ἐξ οὗ προβάλλουσιν οἱ ὀδόντες.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
«Μὲ τὸ σφυρί τοὺ ἕνα γουλί τὸ σπᾷ σὲ δυὸ κομμάτια» (σελ. 288, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ).
λίθοι μικροί κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧτον σφαιροειδεῖς.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Φωτεινό