γούγια (η)
η ούγια των υφασμάτων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γούγια /ἡ/ (ᾤα, Τ. ὄγια) = τὸ πλευρικὸν περιθώριον τοῦ ὑφάσματος, ἡ παρυφή, ἡ οὔγια.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η ούγια των υφασμάτων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γούγια /ἡ/ (ᾤα, Τ. ὄγια) = τὸ πλευρικὸν περιθώριον τοῦ ὑφάσματος, ἡ παρυφή, ἡ οὔγια.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης