γνούφα (η)
- ατμόσφαιρα πνιγηρή από ατμό. “Άνοιξε τα παράθυρα να φύγει η γνούφα”.
- ημέρα ομιχλώδης και υγρή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γνούφα /ἡ/ (γνόφος, κνέφας) = ἀτμόσφαιρα γνοφώδης, ὁμιχλώδης, σκοτεινή, θολωμένη, μυρωδιὰ ὑγρᾶς μούχλας.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γνοῦφα § γνόφος, πυκνὸς καὶ πνιγηρὸς ἀτμός. Π. ἄνοιξε τὸ παραθύρι νὰ βγῇ ἡ γνοῦφα.
Σημ. Ἐκ τοῦ γνόφος (Σύλλ. 14).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου