Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γνούφα (η)

  1. ατμόσφαιρα πνιγηρή από ατμό. “Άνοιξε τα παράθυρα να φύγει η γνούφα”.
  2. ημέρα ομιχλώδης και υγρή.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γνούφα /ἡ/ (γνόφος, κνέφας) = ἀτμόσφαιρα γνοφώδης, ὁμιχλώδης, σκοτεινή, θολωμένη, μυρωδιὰ ὑγρᾶς μούχλας.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Γνοῦφα § γνόφος, πυκνὸς καὶ πνιγηρὸς ἀτμός. Π. ἄνοιξε τὸ παραθύρι νὰ βγῇ ἡ γνοῦφα.

Σημ. Ἐκ τοῦ γνόφος (Σύλλ. 14).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.