γνώρα (η)
η γνωριμία, η αναγνώριση
“Εγώ τον είδα, αλλά δε μο ΄δωκε γνώρα και δίστασα να του μιλήσω”. “Εδώκαμε γνώρα και γίναμε φίλοι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γνώρα /ἡ/ = γνωριμία, ἀναγνώρισις. «δὲ μὤδωκε γνώρα».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης