Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γνώρα (η)

η γνωριμία, η αναγνώριση
“Εγώ τον είδα, αλλά δε μο ΄δωκε γνώρα και δίστασα να του μιλήσω”. “Εδώκαμε γνώρα και γίναμε φίλοι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γνώρα /ἡ/ = γνωριμία, ἀναγνώρισις. «δὲ μὤδωκε γνώρα».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.