Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γκόλφι (το)

πράγμα πολύτιμο και πολύ αγαπητό, τιμαλφές.
Φράση: “Την έχει γκόλφι και σταυρό”.
Λέγεται και γκόρφι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γκόλφι /τὸ/ (ἐγκόλπιον) = κόσμημα, τιμαλφές, προσφιλές.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Μοιρολόι από το Μεγανήσι:

“Μαυρέτα μου τον πόνο σου πού να τονέ πιθώσω;
Να τον πιθώσω στα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια,
να τον πιθώσω στο τρίστρατο, τον παίρνουν οι διαβάτες.
να τόνε πάω στο χρυσικό, να τον περιχρυσώσω,
να φκιάσω γκόλφι και σταυρό κι ένα κουμπί ασημένιο.
Να προσκυνάω το σταυρό και να φιλώ το γκόλφι
και τ΄ ασημένιο το κομπί, το βάνω στην καρδά μου,
να περβατώ να με πονεί, να κάτσω να με σφάζει”

Μπολίτσα στο χρόνο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.