γκέσο (το)
κομμάτι κιμωλίας
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γκέσο /τὸ/ (Λ. gaesum, gesum) = τεμάχιον κιμωλίας πρὸς γραφήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κομμάτι κιμωλίας
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γκέσο /τὸ/ (Λ. gaesum, gesum) = τεμάχιον κιμωλίας πρὸς γραφήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης