γκαρίζω
Λέγει ο Δημητράκος: “επί όνων, ογκώμαι, ογκανίζω” και μεταφορικά “επί προσώπων ομιλώ ή φωνάζω ολχηρώς και θορυβωδώς”.
Κι εμείς: “Τι γκαρίζεις, μωρέ” ή “έγκαρξα”.
Προέρχεται ή από το αρχαίο ογκάομαι -ώμαι, ογκαρίζω (Ανδριώτης) ή από το αρχαίο επίσης γαρύω, φωνάζω (Κουκουλές).
Πιθανώς από δω και το Γκανάρος, παρατσούκλι του γραφικού Καρσάνου ντελάλη Γιώργου, διαφημιστή κρασιών στην πλατεία.