γιότσα (η)
σταλαματιά αίματος, αχτάρα.
“Σου πέφτει η γιότσα σου για δαύτονε;”, δηλ. τον αγαπάς τόσο πολύ;
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γιότσα /ἡ/ (Ἰ. chiozzo) = σταγών, τμῆμα, μόριον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης