φρεσκαδούρα (η)
δροσερός και δυνατός άνεμος
“Έβαλε απότομα φρεσκαδούρα¨.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φρεσκαδοῦρα /ἡ/ (Ἰ. frescatura) = πρόσφατος ἰσχυρὸς ἄνεμος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
δροσερός και δυνατός άνεμος
“Έβαλε απότομα φρεσκαδούρα¨.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φρεσκαδοῦρα /ἡ/ (Ἰ. frescatura) = πρόσφατος ἰσχυρὸς ἄνεμος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης