φουσκώνω 01 Μαρ, 2017 Φ 0 Σχόλια 0 Φ(ου)σκώνω (Ἰ. vescica) = πληρῶ κύστιν δι’ ἀέρος, πρήσκω -ομαι, ἐρεθίζω.