φόρος 01 Μαρ, 2017 Φ 0 Σχόλια 0 Φόρο(ς) /τό, ὁ/ (Ἰ. foro) = ἀγορά, δημοσιότης, «τὸν ἔβγαλε στὸ φόρο» = τὸν ἀπεκάλυψε δημοσίᾳ.