φλεντζάρι 01 Μαρ, 2017 Φ 0 Σχόλια 0 Φλεντζάρ(ι) /τὸ/ (Ἀλ. φλιέτε -α) = μικρὰ «σφλέντζα» (βλέπε λέξιν).