Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φλάτο (το)

ασθένεια της κοιλιάς, φούσκωμα. Θεραπευόταν με διάφορα ρεμέντια.
Συνταγή, από το χργφ. κώδικα του Ν. Παπαδάτου από το χωριό Μανάσι: “Δια το φλάτο, βράσε βρωμοπήγανο και πικροδάφνη και μέντα. Να τα βράσεις με κερότριψες με μοσχολίβανο αυτά. Βάνε στη μύτην και λαβαίνει θεραπειά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Φλάτο /τὸ/ (Ἰ. flato) = πνεῦμα, ἀεροφαγία, δυσφορία κατὰ τὸν οἰσοφάγον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.