φίλτσα (η) και φίλτζα
ιτ. filza. φάκελος, δέσμη αρχειακών κυρίως εγγράφων, διαφόρων κατηγοριών
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φίλτζα /ἡ/ (Ἰ. filza) = σειρά, φάκελλος ἐγγράφου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης