φάβα (η)
παχύρευστο και χυλώδες φαγητό που παρασκευάζεται από αποφλοιωμένους καρπούς του λαθυριού, του μπιζελιού και των κουκιών.
Στην πόλη της Λευκάδας υπήρχαν – τώρα πια εξέλιπαν – παρασκευαστές και πωλητές φάβας σ΄ όλη την περίοδο της Σαρακοστής.. Πουλούσαν φάβα κουκιών σε φελιά ολόπηχτη. Ποιος δε θυμάται τον Λουράνο που ήταν και πολύ καλός μουσικός – έπαιζε κόντρα μπάσο – στην φιλαρμονική.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φάβα /ἡ/ (Λ. faba, Ἰ. fava) = ἀμυλοπολτὸς ἀπὸ βρασμένα κουκκιά.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης