Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χαυγιάρι

Χαυγιάρι § τὰ παςωμένα ὠὰ τῶν ἰχθύων. ΚΝ.

Σημ. Ἐκ τοῦ ὠὸν = ovum – ὠβάριον – ἀβγάριον (Σύλλ. 3) – αὐγιάριον (Σύλλ. 8) – χαυγιάριον, κατὰ τὰ λατιν. horreo (χόρω = ὄρω), haurio (χαρύω = ἀρύω) κτλ. πρβλ. καὶ Οἰκονόμ. πρ Πρφ. ἑλλ. σ. 31).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.