Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χάρβαλο (το)

σπίτι χάρβαλο, ερειπωμένο, εξαρθρωμένο.
Παροιμία: “Μύλος χάρβαλος” με μτφ. σημασία: ακαταστασία, αναταραχή
“στόμα χάρβαλο” = αθυρόστομος, ατσαλόστομος

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Χάρβαλο (χεὶρ-βάλλω) = κατεστραμμένος, ἠρειπωμένος, ἐξηρθρωμένος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


χάρβαλο (τό) ἐρειπωμένο, (ΑΡΧ. χαλαβρός, χαλαρός, ΜΣΝ. χάρβαλον , χάλαβρον).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.