χάρβαλο (το)
σπίτι χάρβαλο, ερειπωμένο, εξαρθρωμένο.
Παροιμία: “Μύλος χάρβαλος” με μτφ. σημασία: ακαταστασία, αναταραχή
“στόμα χάρβαλο” = αθυρόστομος, ατσαλόστομος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χάρβαλο (χεὶρ-βάλλω) = κατεστραμμένος, ἠρειπωμένος, ἐξηρθρωμένος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
χάρβαλο (τό) ἐρειπωμένο, (ΑΡΧ. χαλαβρός, χαλαρός, ΜΣΝ. χάρβαλον , χάλαβρον).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου