χάφτω
Χάφτω (κάπτω, χαῦνος) = καταπίνω λαιμάργως καὶ κτηνωδῶς χωρὶς νὰ μασσῶ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τρώω λαίμαργα η μεταφορικά “τ’οχαψες μωρέ;”. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κάπτω το οποίο αναφέρει ο Σκαρλάτος, ο λαός το λέει χάφτω. Εξ ου και το “χάφτει μύγες” ο τεμπέλης, επειδή συνήθως έχει το στόμα του ανοιχτό. Από το χάφτω, και η χαψ(ι)ά. (Στη δική μας προφορά δεν ακούγεται το -ι-, όπως στην καταψ(ι)ά του καταπίνω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης