χάχας (o)
ο βλάκας, νωθρός, αυτός που γελάει διαρκώς
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χάχας /ὁ/ (ἠχητ. χαίνω, χαῦνος;) = χάσκων, ἠλίθιος, νωθρός, βλάξ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Οι Μπαμπινιώτης και Ανδριώτης λένε “ονοματοποιημένη λέξη από τον ήχο του γέλιου, χα, χα) ή αυτός που χαχανίζει (Κριαράς). Σωστά το Λάζαρης, όπως οι γλωσσολόγοι, παραπέμπει στο αρχαίο ρήμα χαίνω, χάσκω, ανοίγω το στόμα (από δω και τα χαζός, χαζεύω, χασμουριέμαι κ.ά). Από το ίδιο ρήμα χαίνω φαίνεται να προέρχεται και το συνηθισμένο σε μας (υβριστικό, μειωτικό) χάπατο, που σημαίνει, όπως λέει ο Κοντομίχης,, το μπαίγνιο (παίγνιο).
Χρ’ησιμο είναι να σημειώσουμε την πληροφορία του Σκαρλάτου, ότι χάχας ή χάσκαξ “ονομάζετο ένα είδος μαϊμούς”
Συνηθισμένος -τέλος- είναι και το ρήμα χασκαμπρίζω (χασκάζω).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Χάχας = βλάξ, χάσκων ὡς ἀνόητος. ΚΝ.
Σημ. αὐτὸ τὸ ἀρχαῖον Κάγχας. (Σύλλ. 3, 47).
Χάχας, ο: (ονοματοποιημένη λέξη από τον ήχο του γέλιου) = ο χαχανίζων, ο ανόητος.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα