Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀλ(ει)τρούητος -η -ο

Ἀλειτρούητος -η -ο:  (ἀ-λειτουργῶ) = ἀσεβής, ἀνάγωγος, ἀλιτήριος.
(ἀλειτρούητος)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ετυμολογική σημείωση:
για την ακρίβεια από το αλειτούργητος, πβ. και αλείτουρος (βλ.λ. αλίτουρος)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.