μπρατσόλι (το)
- ξύλινα ορθογώνια δοκάρια που χρησιμεύουν ως στηρίγματα των όρθιων δοκαριών, τόσο στη βάση της στέγης όσο και στην κορυφή.
- οι ακτίνες των τροχών των κάρων και της άμαξας.
- μέρος του αλετριού, εξάρτημα του ζυγού
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπρατσόλι /τὸ/ (Ἰ. braciulo) = τὸ ξύλινον ὀρθογώνιον ἀντέρεισμα στύλου ξυλοδομῆς κατὰ τὴν βάσιν καὶ τὴν κορυφήν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μπρατσόλι (τό): (στραβόξυλο): ΑΡΧ.: ἐγκοίλια. Ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ βραχίων. Καμπύλη δοκός, ἄντυξ, στήν ναυπηγική νομέας. (ναυτ.): ξύλινον ἤ σιδηροῦν τεῦχος, ἔχον σχῆμα ἀμβλείας γωνίας καί συνδέον δύο ἄλλα τμήματα σκάφους. (Λεξ. Ἑλλ. Γλώσσης, ἐκδ. «ΠΡΩΪΑΣ» 1934, σ. 1643), (BEN. bracciolìn).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου