Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπρατσόλι (το)

  1. ξύλινα ορθογώνια δοκάρια που χρησιμεύουν ως στηρίγματα των όρθιων δοκαριών, τόσο στη βάση της στέγης όσο και στην κορυφή.
  2. οι ακτίνες των τροχών των κάρων και της άμαξας.
  3. μέρος του αλετριού, εξάρτημα του ζυγού

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπρατσόλι /τὸ/ (Ἰ. braciulo) = τὸ ξύλινον ὀρθογώνιον ἀντέρεισμα στύλου ξυλοδομῆς κατὰ τὴν βάσιν καὶ τὴν κορυφήν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


μπρατσόλι (τό): (στραβόξυλο): ΑΡΧ.: ἐγκοίλια. Ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ βρα­χίων. Καμπύλη δοκός, ἄντυξ, στήν ναυπηγική νομέ­ας. (ναυτ.): ξύλινον ἤ σιδηροῦν τεῦχος, ἔχον σχῆμα ἀμβλείας γωνίας καί συνδέον δύο ἄλλα τμήματα σκάφους. (Λεξ. Ἑλλ. Γλώσσης, ἐκδ. «ΠΡΩΪΑΣ» 1934, σ. 1643), (BEN. bracciolìn).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.