μπούζι (το)
- κρύος παγωμένος. “Το νερό είναι μπούζι, δεν πίνεται”.
- ομίχλη, καταχνιά με πρωινό πάγο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπούζι /τὸ/ (Τ. μποὺζ) = πάγος, ὁμίχλη, παγερός, κατάψυχρος, παγωμένος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης