Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπούζι (το)

  1. κρύος παγωμένος. “Το νερό είναι μπούζι, δεν πίνεται”.
  2. ομίχλη, καταχνιά με πρωινό πάγο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπούζι /τὸ/ (Τ. μποὺζ) = πάγος, ὁμίχλη, παγερός, κατάψυχρος, παγωμένος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.