μπουρμπουλήθρες
Η φυσαλίδα -ες (πομφόλυξ -γες).
Μάλλον από τον μπούρμπουλα, το έντομο κάνθαρος κοινώς σκαθάρι.
Ο Ανδριώτης λέγει: από το μπούρμπουλα και την κατάληξη -ήθρα. Ενώ ο Μπαμπινιώτης: ηχομιμητική λέξη από τον ήχο του βρασμού. Από τους δικούς μας, ο Λάζαρης έχει μόνο τη λέξη μπούρμπουλας και το πάει στα αλβανικά.
Στο χωριό το φαΐ που κοχλάζει, κάνει μπουρμπουλήθρες, φούσκες (κουρκούτι, μπαζίνα κ,λπ). Άλλο τα μπιρμπλόνια, σπιτικό ζυμαρικό, όπως το τμάτς που τα καταγράφει και τα εξετάζει λαογραφικά ο Κοντομίχης.