Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπουγασί (το)

ύφασμα κατασκευής γυναικείων και παιδικών φορεμάτων. Φόρεμα μπουγασί.
Σε χργρ λογαριασμό εσόδων-εξόδων του 1774 της Πολυχρονίας, χήρας Νικ. Κότση, κατοίκου της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) διαβάζομε: “σε μπουγασή γαλάζιο, ήγουν σκουτί της κοπελός, εξόδεψα μονέδα λ(ίρες) 53, σε καπλαμάδες τον πεδιόνε μπουγασένιους, εξόδιασα μονέδα λ. 63″.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπουγασὶ /τὸ/ (Τ. bογασῆ) = ὕφασμα ὑπορραφῆς.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.