μπουμπούλι (το)
έντομο, παράσιτο των οσπρίων, ιδιαίτερα της φακής.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπουμποῦλι /τὸ/ (Ἀλ. bρούμbουλι) = τὸ παράσιτον τῶν ὀσπρίων ἔντομον βροῦχος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Έντομο των οσπρίων, ιδίως φακής (σε μας παρατσούκλι χωριανού). Ο Λάζαρης έχει αλβανική μπρουμπούλι. Ο Κριαράς, μπούμπουλας, βλ. μπάμπουλας, το σκάθαρι. Από δω και ο “μπουρμπουλας”. Άρα μπουμπούλι, από το μπούμπουλας και (μπουρμπουλας). Να μη ξεχάσουμε μαζί με τον δικό μας μπουμπούλια και Μπουμπουλίνα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης