μπότης (ο)
πήλινο δοχείο με στενό λαιμό, μικρό στόμιο και μεγάλη κοιλιά, στο οποίο έβαναν νερό – κυρίως- λάδι, ξίδι, πετιμέζι. Τους μικρούς, τους έλεγαν μποτάκια και ρομπόλια.
Σε καταγραφή του 1706, Νο 54 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) συναντάμε: “ένα ρομπόλι κόκκινο”, 1725: “ένας μπότης παλιός, έχει κι αυτός λάδι μέσα”.
Ο μπότης έχει συνήθως δυο χερούλια, αλλά και ένα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπότ(η)ς /ὁ/ (ἐμ-πότης, Ἰ. botte) = πήλινον ὑδροδοχεῖον ἢ οἰνοδοχεῖον μὲ στενόν στόμιον, κανάτι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μπότης § ἀγγεῖον πήλινον ὑδροφόρον.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἐν-ποτόν· λέγομεν αὐτὸ κα ὀμπότη (Σύλλ. 38).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου