μποτιλιάρω
κάνω εμφιαλώσεις.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μποτ(ι)λιάρω (ἐμ-πότης, Ἰ. bottigliare) = ἐμφιαλῶ, φυλάσσω εἰς φιάλην, σφραγίζω σὲ μπουκάλι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κάνω εμφιαλώσεις.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μποτ(ι)λιάρω (ἐμ-πότης, Ἰ. bottigliare) = ἐμφιαλῶ, φυλάσσω εἰς φιάλην, σφραγίζω σὲ μπουκάλι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης