μπότα
Μπότα /ἡ/ (Γλ. botte) = ὑψηλὸν ὑπόδημα, στιβάλι. (Ἰ. botto) = πληγή, κτύπημα, ἄνοιγμα τραύματος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μπότα /ἡ/ (Γλ. botte) = ὑψηλὸν ὑπόδημα, στιβάλι. (Ἰ. botto) = πληγή, κτύπημα, ἄνοιγμα τραύματος.