μπονώρα (επίρρ.)
πολύ πρωί, ενωρίς.
φράσεις: “σηκωθήκαμε αμπονώρα σήμερα, γιατί θα πηγαίναμε ταξίδι” – “Εγώ πάντα σηκώνομαι μπονώρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπονώρα /ἐπίρ./ (Ἰ. buon-ora) = ἐνωρίς, πολὺ πρωΐ. «θὰ ξεκνήσωμε μπονώρα», «εἶναι σκωμένος ἀπὸ μπονώρα».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το ιταλικό buonora, το πρωί (buon ‘ ora).
Στη Λευκάδα όλοι ξέρουνε το buono-bono, καλός.
Στο χωριό δε λέμε “πρωινιάτικα, αλλά μποώνρα. Το Όρα φυσικά είναι η ώρα.
Κατά λέξη μπονόρα (ναδριώτης) ή μπονώρα, επί το ελληνικότερο (Σταματάκος).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μπονώρα ή αμπονώρα: πρίν από την (κατάλληλη) ώρα (του ξημερώματος), πολύ πρωί. Ιταλ. «(a) buon + ora)», (λατ. hora, ελλ.ώρα).
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα