μπομπόνι (το)
εξόγκωμα από χτύπημα ή άλλη αιτία. “Μου πέταξε μια πέτρα και μου έκαμε μπομπόνι στο κεφάλι”. Το μπομπόνι λέγεται και καρούμπαλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπομπόνι /τὸ/ (Ἰ. pomo-one) = οἴδημα, διοθήν, καλόγερος, ἐξάνθημα σταφυλοκόκκου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Έβγαλα λέμε ένα μπομπόνι, ένα εξόγκωμα. Ο Κριαράς μας παραπέμπει στο γαλλικό bombon, που σημαίνει καραμέλα, κουφέτο. Σχετική είναι η μπομπονιέρα (bomboniere). όσοι γράφουν τη λέξη με -ν- το σχετίζουν με το επίθετο bon = καλός (bon-bon). Τελικά το ίδιο είναι (bombon / bonbon). Πάντως το μπομπόνι σχηματικά μοιάζει με το κουφέτο. Να σημειώσουμε πως ο μπούμπος (στην Καρυά μπόμπος) είναι το στομάχι των πουλερικών. Ο Κοντομίχης μας θυμίζει τη μεταφορική έννοια της λέξης που θα πει σκασμός (να βγάλεις τον μπούμπο).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μπομπόνι = ἐξάνθημα, δερματικό ἐξόγκωμα, πρήξιμο πού προκαλεῖται ἀπό κάποια αἰτία ὅπως τό κρυολόγημα.