μπλοκός ή πλοκός
αποθήκη με άχυρο και σανό για τα οικόσιτα ζώα του σπιτιού, τοποθετείται κυρίως στο κατώγι των χωριάτικων σπιτιών. Ο πλοκός χωριζόταν απ΄ τον υπόλοιπο χώρο με πλεγμένα δοκάρια ή κλαρία δέντρων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπλόκο(ς) /τό, ὁ/ (Ἰ. bloccare) = ἐνέδρα, παγίς, αἰφνιδιαστικὴ ἐπίθεσις. «τὠστήσανε μπλόκο».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Είναι αποθηκευτικός χώρος για το σανό και το άχυρο των ζώων (Κοντομίχης). Στο χωριό εύχρηστος ο τύπος (μ)πλόκος (πλέκω, επλέκω) με -μ-, φυσικά από το ρήμα πλέκω (πλέξιμο διαφόρων υλικών, χόρτων κυρίως και βεργών) που εμείς κολλήσαμε και τον εν=επλέκω, εμπλοκή, μπλοκή (γραμματικά εντάξει). Ξεχωριστό μέρος στο κατώγι. “Πίσ΄ στο μπλόκο”, λέγαμε.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μπλοκός = πλέγμα ἀπό πασάλους καί γυμνά κλαριά γιά τήν συγκράτηση πραγμάτων.