μπλοκάρω 25 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπλοκάρω (Ἰ. bloccare) = πολιορκῶ, ἀποκλείω, αἰφνιδιάζω, συλλαμβάνω ἐπ’ αὐτοφώρῳ.