μπλαστί (επίρρ.)
φράσεις: “Τον επήρε μπλαστί”, δηλ. τον παρέσυρε, καθώς έτρεχε, και τον πέταξε κάτω – “Τους επήρε όλους μπλαστί και όπου φύγει φύγει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπλαστὶ /ἐπίρ./ (Σλ. μbλατshὶτ) = παρασύρδην, τὸ νὰ παρασύρῃ τις εἰς τὴν πορείαν του ἄλλον ἄκοντα ἢ ἀδρανοῦντα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης