μπ(ι)κιώνω
Άλλως μπιτόνι (ιταλ. bitone, γαλλ. biton) απ΄ όπου και προέρχεται.
Τενεκές για λάδι ή πετρέλαιο (μπικιόνα) (Κοντομίχης).
Στην Καρυά, παρατσούκλι του γραφικού ντελάλη κρασιών, Μπκιώνα, Γιώργη, νομίζω. Μαζί με τον Γιάννη τον Γκρα Και τον Γιώργο τον Γκανάρο συμπληρώνουν την τριάδα των ντελάληδων. Ο Μπκιώνας συμπλήρωνε τη φιγούρα του μ΄ ένα παλτό ριγμένο στους ώμους. Όλα αυτά “τω καιρώ εκείνω …”.