Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπίγκος ή πίγκος (ο)

μεγάλο σφυρί, οδοντωτό στο ένα μέρος και μυτερό στο άλλο, με το οποίο σάζουν, πελεκούν τα λιθάρια, που βάνουν αγγωνάρια στα σπίτια. Επίσης με τον πίγκο “χάραζαν” οι παλιοί τα λιθάρια των λιτρουβειών και των μύλων.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


μπίγκος (ὁ ) ἤ πίγκος: μεγάλο σφυρί ὀδοντωτό στό ἕνα μέρος καί μυτερό στό ἄλλο μέ τό ὁποῖο πελεκοῦν τά λιθάρια, (ΒΕΝ. piccone).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.