μπεζερίζω (και μπεζεριάζω)
βαριέμαι, κουράζομαι, αποκάνω, αισθάνομαι ψυχικό κάματο. φράσεις: “εμπεζέρισα ν’ ακούω τα ίδια και τα ίδια” – “τον εμπεζέρ΄σα” – “Πάλι ψάρια θα φάμε; Τα μπαζέρ΄σα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπεζερίζω (Ἰ. basire, Ἀ. Τ. bεshὲρ) = κορέννυμαι, ἀηδιάζω, ἀποκάμνω, λιποθυμῶ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βαριέμαι. Συχνά στον αόριστο. Λέμε: “μπεζέρσα”= βαρέθηκα, δεν μπορώ άλλο, απόκαμα.
Είναι το τούρκικο bezmek (Ανδριώτης). Ο Κρυστάλης σε ποίημα του (96, 25, εκδ. Φέξη) λέει: “Μη μ΄ εμπεζέρισες κι εσύ / και θέλεις να μ΄ αφήσεις;” (Δημητράκος),
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης