μπεβερέττα (η)
η πεταχτούλα γυναίκα, η κουνίστρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Η κουνίστρα, η πεταχτούλα. Από το ιταλικό muovere = κουνάω (Ματαφιάς). Ο Λάζαρης το παραλείπει. Στο χωριό εύχρηστο και χλευαστικό για μια γυναίκα “ελαφρών ηθών”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης