μπαινάκιας (ο)
φκιαστή λέξη, συνοδευόμενη πάντα από την αντίστοιχη βγαινάκιας. φράση: “ο μπαινάκιας κι ο βγαινάκιας”, δηλ. αυτός που το έχει δίπορτο, που είναι διπρόσωπος, λόγω δειλίας. Από τη μια πόρτα μπαίνει κι από την άλλη βγαίνει.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
φκιαστή λέξη, συνοδευόμενη πάντα από την αντίστοιχη βγαινάκιας. φράση: “ο μπαινάκιας κι ο βγαινάκιας”, δηλ. αυτός που το έχει δίπορτο, που είναι διπρόσωπος, λόγω δειλίας. Από τη μια πόρτα μπαίνει κι από την άλλη βγαίνει.