μπελιεσέρ(η)ς 25 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπελιεσέρ(η)ς /ὁ/ (Γλ. peletier) = ὁ φέρων πολυτελὲς ἐπανοφώριον.