μπατάρω ή μπατέρνω
- γέρνω από το ένα μέρος, πέφτω. φράσεις: “εμπατάρησε τ΄ άλογο” – “εμπατάρησε κι έπσε φορτωμένη ένα δεμάτι ξύλα”.
- πατσίζω το χρέος μου. φράση: “τα μπατάραμε” = τα συμφωνήσαμε.
- αλλάζω γνώμη, παραβαίνω τη συμφωνία. φράση: “συμφωνήσαμε καλά καλά κι ύστερα τα μπατάρησε”.
- χάνω τις δυνάμεις μου, εξασθενώ. φράση: “πάει τα μπατάρ΄σε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπατάρω /Ἰ. battere, Τ. bατὶρ) = κλίνω πρὸς τὸ ἓν μέρος, γέρνω, ἀνατρέπομαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
μπατέρνω. Γέρνω και “εξασθενώ” Είναι το ιταλικό battere.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης