μπασαμέντο (τό)
μπασαμέντο (τό): μεμονομενη βάση στοιχείου, θέμελο κολόνας, (BEN. basamento [1].
[1] http://cridaup.iuav.it/g_a_menu.htm
http://cridaup.iuav.it/glossario_architettura.htm
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μπασαμέντο (τό): μεμονομενη βάση στοιχείου, θέμελο κολόνας, (BEN. basamento [1].
[1] http://cridaup.iuav.it/g_a_menu.htm
http://cridaup.iuav.it/glossario_architettura.htm