Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαρτσάκλι (το)

η κινητή χειρολαβή ενός σκεύους.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπαρτσάκλι /τὸ/ (Τ. Σ. Ἀλ. bαλτσὰκ) = λαβὴ ἀντικειμένου ἢ σκεύους συνήθως κινητὴ (κρικωτή).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μπαρτσάκλι = κάτι τό τσιγκελωτό πού χρησιμοποιεῖται γιά νά πιάνει ἤ νά συγκρατεῖ κάποιο ἀντικείμενο.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.