Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπανούζι (επίρρ.)

πηχτός, πολτοποιημένος. Φράση: “τα φασόλια έγιναν μπανούζι”, δηλ. πήχτρα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπανοῦζι /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἰ. babagnare, bagnoso) = παγωμένος, κατάψυχρος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μπανούζι = φαγητό πολύ βρασμένο χωρίς ζουμί ἔγινε μπανούζι (ἔγινε πολύ πηχτό).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.